- χαμηλόστεγος
- basık tavanlı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χαμηλόστεγος — η, ο, Ν αυτός που έχει χαμηλή στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + στεγος (< στέγη), πρβλ. ομό στεγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
χαμηλόστεγος — η, ο αυτός που έχει χαμηλή στέγη, χαμηλοτάβανος: Το διαμέρισμα αυτό είναι χαμηλόστεγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμηλοτάβανος — η, ο χαμηλόστεγος, αυτός που έχει χαμηλό ταβάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)